υπορρίνιο

υπορρίνιο
το / ὑπορρίνιον, ΝΜΑ [ὑπόρρινος]
1. ανθρωπολ. το κάτω από την μύτη μέρος τού προσώπου
2. συνεκδ. μουστάκι
3. φρ. «υπορρίνιο σημείο»
ανθρωπολ. ονομασία ανθρωπομετρικού σημείου που βρίσκεται στη μέση γραμμή, εκεί όπου, στον ζωντανό άνθρωπο, το ρινικό διάφραγμα παραχωρεί τη θέση του στο άνω χείλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπόρρις — ινος, ἡ, Α υπορρίνιο, μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρις (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. ἐπί ρρις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”